-
1 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
2 переодевать
переодевать, переодеть 1) (кого-л.) αλλάζω 2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω \переодеваться αλλάζω ( φόρεμα)* * *= переодеть1) (кого-л.) αλλάζω2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω -
3 переодевать
переодеватьнесов1. ἀλλάζω ροῦχα·2. (кого-л.) ἀλλάζω ροῦχα σέ κάποιον. -
4 переодеваться
переодевать||ся1. ἀλλάζω ροῦχα·2. (кем-л.) μεταμφιέζομαι. -
5 переодеть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переодетый, βρ: -дет, -а, -оρ.σ.μ. αλλάζω τα ενδύματα• φορώ, ντύνω άλλα ρούχα•переодеть больного в чистое бель φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα•
переодеть ребнка αλλάζω το βρέφος•
переодеть платье αλλάζω το φόρεμα.
|| μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον.ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω•переодеть в чистое платье φορώ καθα-ρώ φόρεμα.
|| μεταμφιέζομαι•переодеть женщиной μεταμφιέζομαι σε γυναίκα.
См. также в других словарях:
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek
αλλαξοφοριάζω — [αλλαξοφόρι] αντικαθιστώ τα παλιά ρούχα με καινούργια, αλλάζω ρούχα … Dictionary of Greek
αλλαξοφορώ — (έω και άω) 1. αλλάζω ρούχα, αντικαθιστώ τα παλιά με άλλα καινούργια 2. (για ιερείς) φορώ ιερατικά άμφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φορώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφόρι] … Dictionary of Greek
συναλλάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναλλάσσομαι — βλ. πίν. 95 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαλλάζω — ξάλλαξα, αλλάζω ρούχα, βγάζω τα καλά μου και φορώ τα καθημερινά μου: Γύρισε στο σπίτι η νύφη και ξάλλαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
αλλακτής — και χτής, ο (θηλ. κτρια και χτρια) [αλλάζω] αυτός που επισκευάζει, επιδιορθώνει φθαρμένα μηχανήματα, έπιπλα, ρούχα κ.λπ. και ειδικά αυτός που αντικαθιστά τα φθαρμένα εξαρτήματα ή μέρη τους με καινούργια … Dictionary of Greek